- λιχνόγραυς
- λιχνό-γραυς, ᾱος, ἡ,A greedy old woman, Timo 38.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιχνόγραυς — λιχνόγραυς, αος, ἡ (Α) λαίμαργη γριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίχνος + γραῦς] … Dictionary of Greek